παραλία

παραλία
I
Το παραλιακό τμήμα της αρχαίας Αττικής και ιδιαίτερα εκείνο από το ακρωτήριο του Ζωστήρα ή των Αλών Αιξωνίδων μέχρι το ακρωτήριο του Σουνίου και από εκεί ως τη Βραυρώνα. Λέγεται Πάραλος γη.
II
Όνομα εννιά οικισμών.
1. Mεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Bρίσκεται NΔ της Πάτρας και είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.).
2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Yπάγεται δοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίου.
3. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προδρόμου.
4. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οξυλίθου.
5. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Kορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διμηνίου (5 τ. χλμ.).
6. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπουναίικων.
7. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παμφύλλων.
8. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Ανατολικής Αττικής. Υπάγεται στον δήμο Μαρκόπουλου Ωρωπού.
9. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 3 μ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στα ανατολικά της Κατερίνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (2 τ. χλμ.).
* * *
η, ΝΑ, ιων. τ. παραλίη, Α
τμήμα, ζώνη γης ανάμεσα στο σημείο που τελειώνει η θάλασσα, τον αιγιαλό, και στο εσωτερικό τής ξηράς, την ενδοχώρα, που έχει την ίδια σύσταση με την ακτή
αρχ.
ως κύριο όν. Παραλία
η εύφορη και γεμάτης όρμους παράκτια λωρίδα τού Σαρωνικού και τού Ευβοϊκού από τον Ζωστήρα μέχρι το Σούνιο και από εκεί μέχρι την Βραυρώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. παραλία (γῆ) τού επιθ. παράλιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Παραλία — Παραλίᾱ , Παράλιος by the sea fem nom/voc/acc dual Παραλίᾱ , Παράλιος by the sea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλία — παραλίᾱ , παράλιος by the sea fem nom/voc/acc dual παραλίᾱ , παράλιος by the sea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραλίᾳ — Παραλίᾱͅ , Παράλιος by the sea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλίᾳ — παραλίᾱͅ , παράλιος by the sea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραλία — Sp Paralijà Ap Παραλία/Paralia L C ir V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • παράλια — τα οι παραθαλάσσιες εκτάσεις: Τα παράλια της Β. Αφρικής δεν έχουν πολλά ασφαλή λιμάνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλία — η η ακτή της θάλασσας, η παραθαλάσσια περιοχή: Η παραλία της Θεσσαλονίκης διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παραλία Πλατάνου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Bρίσκεται NA του Αιγίου, στα παράλια του Κορινθιακού κόλπου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Παραλία Αυλίδος — Sp Paralija Aulidas Ap Παραλία Αυλίδος/Paralia Aulidos L Graikija (Euboja) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Παραλία Βέργας — Sp Paralija Vèrgas Ap Παραλία Βέργας/Paralia Vergas L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”